- κρουστός
- -ή, -ό (AM κρουστός, -ή, -όν) [κρούω](για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με κρούσηνεοελλ.1. (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, πυκνός, πυκνοϋφασμένος2. (για φρούτο) τραγανός, σκληρός («κρουστό σταφύλι», Παλαμ.)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) μουσ. τα κρουστάσύνολο οργάνων τών οποίων ο ήχος παράγεται με κρούση και τα οποία αποτελούν, δίπλα στα έγχορδα και στα πνευστά, μία από τις τρεις ομάδες που σχηματίζουν μια ορχήστραμσν.-αρχ.απατηλός, σφαλερός («κρουστά γράμματαἀπὸ τοῡ παρακρούεσθαι καὶ μὴ εὐθέως λέγειν», Φώτ.)αρχ.«κρουστὰ ὄργανα» — τα έγχορδα όργανα.
Dictionary of Greek. 2013.